Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Ηριγόνη, η κόρη της Άνοιξης


Σε λίγο ο Τρεχάλας είχε τυλιχτεί στην αγκαλιά του βασιλιά ύπνου. Τότε μία κοπέλα ντυμένη με πέπλα και στεφάνι στα μαλλιά, τον πλησίασε και του είπε: «Είμαι η Ηριγόνη, η κόρη της Άνοιξης».
« Της Άνοιξης;» κούνησε παραξενεμένος ο λαγός το αυτί του σα να μην είχε ακούσει καλά. 
«Ναι, της Άνοιξης και όχι του ήρωα της Αττικής Ικάριου. Δε θέλω να θυμάμαι τι συνέβη στον καλό μου πατέρα. Δεν θέλω να θυμάμαι το άδοξο τέλος του». 
Του έδωσε να πιει από ένα αγγείο λίγο δροσερό υγρό. Ο λαγός χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, ήπιε. Του φάνηκε ότι ξεδίψασε, αλλά ζητούσε κι άλλο, γιατί εκείνο το κόκκινο υγρό ήταν παράξενο. Δεν ήταν νερό. Ήταν γλυκό και πικρό συνάμα, ξινό και γευστικό, ζεστό και δροσερό. Ήταν τόσο ιδιαίτερο όσο τα ζευγάρια των αντιθέτων που το χαρακτήριζαν. 
«Μα τι ήταν; Καμία πηγή στον αγρό δεν είχε τέτοιο υγρό. Και ποιος ήταν πάλι αυτός ο Ικάριος από την Αττική και ποια αυτή η όμορφη Ηριγόνη; Πάντως αυτό το υγρό είναι πολύ νόστιμο», σκέφτηκε ο Τρεχάλας και έγλειψε τις σταγόνες που είχαν πέσει στα μουστάκια του. 
Την απάντηση αμέσως του έδωσε η Ηριγόνη: «Ο θαυμαστός πατέρας μου, ο Ικάριος, φιλοξένησε στο σπίτι μας το θεό Διόνυσο. Από αυτόν έμαθε πώς να καλλιεργεί το αμπέλι και να παράγει κρασί. Έφτιαξε το καλύτερο κρασί σε όλη την Αττική και επειδή είχε μεγάλη καρδιά, το πρόσφερε στους συγχωριανούς του να το δοκιμάσουν». 


Ο λαγός ήθελε να τη ρωτήσει χίλια πράγματα, πώς αυτή, η κόρη της Άνοιξης ή η κόρη του Ικάριου, τι ήταν τέλος πάντων απ’ τα δυο, βρέθηκε μπροστά του και τον πότιζε με εκείνο το γλυκόπικρο υγρό, αλλά η κόρη συνέχιζε απτόητη να του αφηγείται την ιστορία της.
«Μόνο, που οι χωρικοί ήπιαν πολύ, μέθυσαν και πάνω στο μεθύσι τους σκότωσαν τον Ικάριο, γιατί τον πέρασαν για μάγο που τους είχε κάνει μαγικά έτσι που φέρονταν από το κρασί που ήπιαν». 
-Τον σκότωσαν; Έκανε ο λαγός γεμάτος περιέργεια.
«Μάταια, έψαχνα να βρω το σώμα του λατρεμένου μου πατέρα. Μέρες και μέρες έψαχνα. Γύρναγα από εδώ, γύρναγα από εκεί, τίποτα. Στο τέλος, με τη βοήθεια της σκυλίτσας μου και πιστής μου φίλης Μαίρας, τον βρήκαμε νεκρό. Με τα γαυγίσματά της με οδήγησε στον τόπο που ήταν το σώμα του. Τον θάψαμε με όλες τις τιμές. Εγώ δεν άντεξα τέτοια συμφορά. Κρεμάστηκα από ένα κλαδί δέντρου και ευχήθηκα να έχουν τον ίδιο θάνατο μ' εμένα όλες οι κόρες των Αθηναίων». 
Ο λαγός τότε είδε σαν ταινία να περνούν μπροστά του όμορφες Αθηναίες κοπέλες, οι οποίες, έχοντας την κατάρα της Ηριγόνης έχαναν ξαφνικά τα λογικά τους και απαγχονίζονταν στα δέντρα. 
-Και μετά, τι έγινε μετά; Είπε ο λαγός κουνώντας ανήσυχα τα μπροστινά του πόδια, μην αντέχοντας άλλο να βλέπει αυτό το θέαμα και μην τολμώντας να ρωτήσει την Ηριγόνη εάν η επιθυμία της για τις συνομήλικές της κοπέλες ήταν ευχή ή κατάρα. 
«Μετά ρωτήθηκε το μαντείο, το οποίο και συμβούλεψε τους Αθηναίους να διοργανώσουν μια γιορτή αντάξια του Ικάριου και εμένα, της Ηριγόνης. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η γιορτή που ονομάστηκε "Αιώρα", που σημαίνει κούνια και γίνεται κάθε χρόνο προς τιμήν μας την άνοιξη που ανθίζουν τα λουλούδια».
-Κούνια; Πετάχτηκε ο λαγός επάνω, μην πιστεύοντας σε ό,τι είχε ακούσει και δει στο όνειρό του. 
-Κούνια που σε κούναγε και σε νανούριζε, τον πείραξε η Πουά, που καθόταν από πάνω του και τον κοιτούσε περίεργα για όλα τα τινάγματα και τα παραμιλητά που έκανε στον ύπνο του.
-Ηριγόνη! Είπε ο λαγός μουδιασμένα. Κατσούφιασε σαν είδε μπροστά του την Πουά και όχι την Ηριγόνη. Κοιμόταν ακόμα ή ονειρευόταν; Δεν μπορούσε να του απαντήσει η Πουά, γιατί η φωνή της Ηριγόνης αντήχησε πάλι:
«Προς τιμήν μας γίνονται οι αιώρες, αιώνες τώρα. Για να μας κρατάνε παρέα εδώ ψηλά στον ουρανό, που βρισκόμαστε άστρα λαμπερά, με τον αγαπημένο μου πατέρα». Ήταν η τελευταία φορά που μιλούσε η Ηριγόνη. Κανείς δεν ήξερε από πού. Από το παρελθόν, μέσα από το αγγείο ή ψηλά απ’ τον ουρανό; Ο λαγός έστριψε ασυναίσθητα τα μάτια του ψηλά στον έναστρο ουρανό να βρει την απάντηση. Είδε δυο κατάφωτους αστερισμούς να του αναβοσβήνουν ρυθμικά τα αστράκια τους. 

(Δημήτρης)

«Του Αρκτούρου, αφιερωμένου στον Ικάριο και της Παρθένου, αφιερωμένου στην Ηριγόνη» ήταν το κρασί μέσα από το αγγείο με τη φωνή της Ηριγόνης. 
Και σα να μην έφτανε αυτό, λίγο ήθελε ακόμα ο λαγός για να πει πως είχε παλαβώσει για τα καλά αφού άκουγε φωνές από την αρχαιότητα, φωνές γυναικείες και φωνές ανδρικές, που του αναβόσβησαν τα λαμπάκια τους με διαταγή του Δία. Ο λαγός αισθάνθηκε πολύ υπερήφανος, που, ανάμεσα σε τόσα εκατομμύρια ζώα, διάλεξαν αυτόν για να του στείλουν ένα μήνυμα από το στερέωμα. 


Απόσπασμα από το αδημοσίευτο παιδικό πασχαλινό μυθιστόρημα "Ο Τρεχάλας" 

1 σχόλιο:

  1. Κυρία Αναστασία Ευσταθίου είμαστε τα παιδιά της Δ' τάξης της Χρυσελεούσας Λευκωσίας, μας άρεσε πολύ η ιστορίας σας. Είχε υπέροχα επίθετα, μεταφορές, όμορφες περιγραφές που μας ταξίδεψαν στον υπέροχο και παράξενο κόσμο της Θεάς Ηριγόνης και των φίλων της!!
    Ευχαριστούμε για την έμπνευση για να ζωγραφίσουμε και να δημιουργήσουμε!
    Να στε καλά εκεί στην Ακράτα! Καλό καλοκαίρι! Σας περιμένουμε στη Λευκωσία είτε με άλλα παραμύθια είτε για καλοκαιρινές διακοπές!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή